Η πειρατεία στο Αιγαίο (1821-1827)



Στα μέσα του 18ου αιώνα, το Οθωμανικό Ναυτικό διατηρούσε ίχνη μόνο από την παλιά του δόξα. Κάθε είδους πειρατές (Αλγερινοί, Τυνήσιοι κ.α.) λεηλατούσαν νησιά και παράλια της Μεσογείου, καθώς και εμπορικά πλοία.

Το 1788, η Πύλη για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, επέτρεψε στους Έλληνες ναυτικούς, να εξοπλίσουν επίσημα πλέον τα πλοία τους, ώστε να μπορούν να προστατευτούν αποτελεσματικά, αποκρούοντας τις πειρατικές επιθέσεις. Ο εξοπλισμός των πλοίων είχε άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση των πειρατικών επιθέσεων και τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών, πλοίων και εμπορευμάτων.
 
Αυτή η απόφαση, σηματοδότησε νέα ώθηση στη ναυτική ανάπτυξη και την ευημερία ελληνικών περιοχών που οι κάτοικοί τους είχαν ως κύρια ασχολία τη ναυτιλία (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Πόρος, Κάσος, Γαλαξίδι Τρίκερι). Η επανάσταση της Γαλλίας και οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι που ακολούθησαν, προκάλεσαν την αύξηση των κερδών – μέσω του εμπορίου – των ναυτικών και τους έδωσαν τη δυνατότητα να αυξήσουν τον αριθμό των πλοίων, να βελτιώσουν την κατασκευή τους ώστε να γίνουν πιο ταχύπλοα και να ταξιδεύουν με περισσότερα άτομα, από το συνηθισμένο πλήρωμα.

Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης

Μέχρι και την έναρξη της Επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν νομοθετικά κείμενα για την πάταξη της πειρατείας. Ωστόσο με την κήρυξη του Αγώνα, εκδόθηκε από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, διάταξη για την διανομή των λειών (30 Μαρτίου 1821) με την οποία θεσπίστηκαν και οι πρώτες κυρώσεις κατά των πειρατών. Την ανωτέρω διάταξη, υιοθέτησε και το Υπουργείο των Ναυτικών, όταν συστήθηκε για πρώτη φορά στη Κόρινθο την 6 Μαρτίου 1822, αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο από κάθε προαναφερθέν νησί. Στις 19 Απριλίου 1821, σε προκήρυξη των κατοίκων της

Ύδρας τονιζόταν ο σεβασμός στην ουδέτερη σημαία και εφιστόταν η προσοχή στην αμερόληπτη νηοψία. Πιο συγκεκριμένα, τόνιζαν ότι όλοι έπρεπε να σέβονται τα πλοία με ουδέτερη σημαία, έστω και αν αντιπροσώπευαν εχθρικά συμφέροντα και να τα εμποδίσουν μόνο αν μετέφεραν στρατεύματα ή πολεμοφόδια, αλλά και τότε να παίρνουν τα πολεμοφόδια καταβάλλοντας την αξία τους και ύστερα να τα οδηγούν άθιχτα, μαζί με τα εχθρικά στρατεύματα στα λιμάνια από όπου είχαν ξεκινήσει.

Κατά την πρώτη έξοδο του ελληνικού στόλου (22 Απριλίου 1821), ένα από τα πλοία των Σπετσών υπό των πλοίαρχο Αργύριο Στεμνιτζιώτη, κατέλαβε μια αυστριακή γολέτα με Τούρκους επιβάτες, των οποίων άρπαξε πολλά πράγματα και έβαλε τη ζωή τους σε κίνδυνο. Με αυστηρή διαταγή όμως του στόλου, οι επιβάτες έμειναν άθικτοι και έφυγαν όλοι σώοι με την αυστριακή γολέτα, αφού πρώτα τους επιστράφηκαν τα πράγματα τους, ενώ ο  παραβάτης πλοίαρχος γύρισε τιμωρημένος στο νησί του. Αυτή η ενέργεια του στόλου, έδειχνε τις προθέσεις των προκρίτων των τριών νησιών, να κρατήσουν την τάξη στη θάλασσα και να σεβαστούν τις ουδέτερες σημαίες. «Βάσιμος σκοπός μας είναι» έγραφαν οι Σπετσιώτες, «να διαφυλάξουμε τα δίκαια των εθνών». Στις 23 Απριλίου του 1821, στο πρώτο «προκήρυγμα του ελληνικού στόλου» αναφέρεται ρητά ότι «στόχος των Ελλήνων είναι οι Οθωμανοί και όχι οι άλλες δυνάμεις που είναι σεβαστές και τιμώμενες και ότι όποιος πειράξει αδίκως και ληστρικώς ή πλοίο ελληνικό ή άντρα χριστιανό ή άλλης δύναμης ουδέτερης, θα κρίνεται εχθρός του γένους και θα καταστρέφεται». 

Στις 27 Απριλίου, ο στόλος έφτασε στη Βρύση του Πασά, στο βόρειο μέρος της Χίου. Την επόμενη ο Γιακουμάκης Τομπάζης, που είχε εκλεγεί αρχηγός του υδραίικου στολίσκου και ναύαρχος του στόλου, έδωσε όρκο, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε : «να κινήσω το ναυτικόν της Ύδρας κατά του βαρβάρου τυράννου της πατρίδος και των οπαδών του, χωρίς να βλάψω άλλον, όπου κριθή εύλογον από το κοινόν συμβούλιον, …να σέβωμαι την ιδιοκτησία των αθώων ομογενών μας, των ευρωπαϊκών υπηκόων και αυτών των Τούρκων, όταν παραδίδωσι τα όπλα χωρίς πόλεμον., …να φέρω ή να στείλω εις Ύδραν το μέρος των λαφύρων όπου ο παρών στόλος ήθελε κάμει, δια να τα μοιράσει η πατρίς κατά τους νόμους όπου θέλει διορίσει. Αν δε παραβώ τον άνω ζητηθέντα όρκον μου, κηρύττομαι ανάξιος του εμπιστευθέντος μοι υπουργήματος και υπόχρεως να δώσω λόγο είς τον Θεόν, εις την πατρίδα μου και εις όλους τους αρχηγούς του γένους


Ο Δημήτριος Υψηλάντης τον Ιούλιο του 1821, σε εγκύκλιο που εξέδωσε μεταξύ των άλλων καθόρισε και τις πρώτες διατάξεις περί καταδρομής. Σ΄ αυτή έλεγε : «όποιος θέλει να αρματώσει και να εκβή εις κούρσος, πρέπει να πάρει από τους εφόρους του τόπου του αποδεικτικόν της τιμιότητος και αξιότητός του και με το αποδεικτικόν τούτο, να έρχεται εις μίαν των τριών νήσων, Ύδρα, Σπέτζιες και Ψαρά προκειμένου να πάρουν την άδεια». Στη συνέχεια καθόριζε τις συνέπειες για κείνους που δεν εφάρμοζαν σωστά την εγκύκλιο και ρύθμιζε τα της διανομής της λείας. 

Σε εκτέλεση σχετικού ψηφίσματος του πρώτου Ελληνικού Συντάγματος της Επιδαύρου, δημιουργήθηκε για την διανομή των λειών και τιμωρία των πειρατών το «Θαλάσσιον Κριτήριον». Το δικαστήριο αυτό, απαρτιζόταν από πέντε μέλη και εκδίκαζε από τις 17 Απριλίου 1823, τις ανωτέρω υποθέσεις και ήταν το πρώτο ελληνικό δικαστήριο. Αργότερα από τον Καποδίστρια, συστήθηκε και «Ανώτατο Συμβούλιο της ανακρίσεως των αποφάσεων» του «Θαλάσσιου Κριτηρίου», συγκροτημένο από τέσσερα μέλη και στο οποίο εκδικαζόντουσαν οι εφέσεις των υποθέσεων του «Θαλασσίου Κριτηρίου». 

Ωστόσο όταν το 1822, η Προσωρινή Διοίκηση διακήρυξε τον αποκλεισμό των τουρκικών φρουρίων, πολλά ευρωπαϊκά πλοία διασπούσαν τους αποκλεισμούς προμηθεύοντας τους πολιορκημένους Τούρκους. Έλληνες ναυτικοί ανέλαβαν να σταματήσουν αυτούς τους ανεφοδιασμούς, αλλά παράλληλα άδραξαν την ευκαιρία και ναυτικοί, οι οποίοι δρώντας ως κοινοί πειρατές, επετίθεντο προς αναζήτηση λείας στα σκάφη που διεξήγαγαν εμπόριο στη Μεσόγειο. Όμως στις αρχές του Αγώνα, τα ευρωπαϊκά κράτη δεν είχαν αναγνωρίσει στους Έλληνες το δικαίωμα των εμπολέμων και έτσι δεν αναγνώριζαν τη νομιμότητα των καταδρομών χαρακτηρίζοντας αυτές σαν πράξεις πειρατικές.   

Εδώ θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ πειρατών και κουρσάρων. Οι κουρσάροι ασκούσαν πολεμική πειρατεία ή κούρσεμα. Πρόκειται για πολεμικές πράξεις που είχαν την έγκριση και την υποστήριξη της κυβέρνησης του κράτους από το οποίο προέρχονταν οι κουρσάροι ή μιας άλλης. Αυτές οι πράξεις, απέβλεπαν στο να παρενοχλούν τις θαλάσσιες μεταφορές των εμπολέμων (επίθεση σε εχθρικές βάσεις και πλοία και αρπαγή φορτίων) και να ελέγχουν τις μεταφορές των ουδετέρων, ασκώντας νηοψία. Αντίθετα η πειρατεία γινόταν χωρίς κυβερνητική έγκριση και μόνο για ληστεία. Στην πράξη όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα και πολλοί πειρατές αναγνωρίζονταν από τις κυβερνήσεις τους και έπαιρναν δίπλωμα κουρσάρου με τον όρο να επιτίθεντο σε εχθρικά πλοία. Σε περίπτωση ανάγκης, είχαν την έγκριση να εισέλθουν σε ουδέτερα λιμάνια για ανεφοδιασμό ή επισκευές.

Στα τέλη του δεύτερου έτους της Επανάστασης και στις αρχές του τρίτου, ακολούθησε η μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής. Έτσι οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών Κάνιγκ και του κυβερνήτη Χάμιλτον της φρεγάτας «Cambrian», περί της αναγνώρισης από τα ελληνικά πλοία του δικαιώματος της νηοψίας επί βρετανικών εμπορικών και της κατάσχεσης των λαθραίων εμπορευμάτων του πολέμου κάθε είδους το οποία προοριζόταν για τους εχθρούς, σήμαιναν δύο πράγματα. Πρώτον, την αναγνώριση της ελληνικής πλευράς ως εμπόλεμο μέρος και δεύτερον ότι οι ελληνικές επιθέσεις κατά οθωμανικών πλοίων θεωρούνταν πια, νόμιμες πράξεις πολέμου. Κατόπιν αυτών της δηλώσεων, πέντε ελληνικά καταδρομικά που είχαν χαρακτηρισθεί ως πειρατικά και είχαν προσδεθεί από τουςΒρετανούς στα υπό βρετανική κατοχή τότε Επτάνησα, αφέθησαν ελεύθερα και απελευθερώθηκαν Έλληνες ναύτες που κρατούντο με το πρόσχημα ότι ενεργούσαν πειρατεία. Οι υποχρεώσεις των Ελλήνων ναυτικών για σεβασμό στην ουδέτερη σημαία και την αμερόληπτο νηοψία, επισημοποιούνται και από την διακήρυξη των προκρίτων της νήσου Ύδρας, περί σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου της 31 Ιανουαρίου 1823.

Όμως το 1824, η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται με τη συμμετοχή στον πόλεμο του αιγυπτιακού στόλου. Αυτό το γεγονός προξένησε την αύξηση των ευρωπαϊκών πλοίων (κυρίως των αυστριακών) τα οποία έσπευσαν να βοηθήσουν τους Αιγυπτίους. Η ελληνική κυβέρνηση ωστόσο, τόνιζε στα καταδρομικά πλοία την ανάγκη τήρησης της ουδετερότητας κατά τις νηοψίες, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Οι ναύαρχοι όφειλαν να στέλνουν τα εχθρικά φορτία στην έδρα της κυβέρνησης και να φέρονται με φιλανθρωπία στα πληρώματα που συνελάμβαναν.

Οι καταδρομές στην αρχή, είχαν θετικά αποτελέσματα (οικονομική ωφέλεια απαραίτητη για τη συντήρηση του Αγώνα και την επιβίωση των ναυτικών, περιορισμός του τουρκικού στόλου στα Στενά, με συνέπεια την χωρίς δυσκολίες εξάπλωση της Επανάστασης σε όλο τον ελληνικό χώρο). Δυστυχώς όμως με τη πάροδο του χρόνου, η καταδρομή εξελίχθηκε σε ασύστολη πειρατεία στρεφόμενη όχι μόνο εναντίων Τούρκων και Ελλήνων αλλά και ξένων πλοίων (Αγγλικά, Γαλλικά, Ολλανδικά, Αυστριακά κ.α.)

Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ο κυριότερος είναι ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που εξέδιδε. Έτσι περιορίσθηκε μόνο να τροποποιήσει τις διατάξεις, ώστε η άδεια καταδρομής να δίνεται όχι από τα Ναυαρχεία των τριών νησιών αλλά από τη Κεντρική Διοίκηση. Όμως η όλο και πιο συχνή έκδοση αδειών καταδρομής, συνέτεινε στην περαιτέρω εξάπλωση της πειρατείας, αφού πολλοί ναυτικοί χρησιμοποιούσαν τα έγγραφα αυτά όχι μόνο για τη νηοψία πλοίων αλλά και για την αρπαγή εμπορευμάτων. Στην πειρατεία, κατέφευγαν για να επιζήσουν και πολλοί πρόσφυγες από κατεστραμμένες περιοχές. Ακόμα ένας από τους λόγους που ενίσχυσε την πειρατεία ήταν η δημιουργία Εθνικού Στόλου, όταν έπαψε η χρησιμοποίηση ιδιωτικών πλοίων και η ναυτολόγηση πληρωμάτων από τα αργούντα ιδιωτικά πολεμικά στα λιμάνια των τριών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά). Μέσα σε αυτή τη κατάσταση, τα νησιά θεωρούσαν ότι ήταν ανεξάρτητα από τη Κεντρική Διοίκηση και ότι ο στόλος τους θα μπορούσε να εξασκεί πειρατεία, η οποία αποτελούσε και την κυρία οικονομική πρόσοδο για την επιβίωση των νησιωτικών αυτών πληθυσμών. Στη πραγματικότητα τα ίδια άτομα ήταν στη στεριά ληστές και στη θάλασσα πειρατές.

Το 1825, ο αμερικανικός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο. Επισκέφτηκε πρώτα τη Σμύρνη και στη συνέχεια το Ναύπλιο, όπου κατάπλευσε υψώνοντας την ελληνική σημαία και χαιρετίζοντας τη με 21 βολές. Στη Σμύρνη ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ, επισκέφτηκε το Αμερικανό ναύαρχο Ρότζερ και του παραπονέθηκε για τις πειρατεία των Ελλήνων. Τότε ο αμερικάνος ναύαρχος του απάντησε ότι «η πειρατεία με όλη την υπερβολή της, αποτελεί ένα από τα μέσα που έχουν απομείνει στους Έλληνες και η κοινή γνώμη θα τους συγχωρήσει». Αυτοί που ασχολήθηκαν περισσότερο με την πειρατεία ήταν οι Κασιώτες, οι Ψαριανοί και οπλαρχηγοί καταγόμενοι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία (Ολύμπιοι). Αποσπάσματα της δράση τους περιγράφονται περαιτέρω.

Κασιώτες πειρατές 

Από τα νησιά, εκείνο που έδωσε το παράδειγμα της συστηματικής πειρατείας ήταν η Κάσος. Οι Κασιώτες ναυτικοί δεν τήρησαν ποτέ τα όρια της νόμιμης καταδρομής. Η συμπεριφορά τους αυτή ανάγκασε τον Δημήτριο Υψηλάντη, στις 5 Ιουνίου 1821, να τους απευθύνει έντονη επιστολή διότι «τολμούν να καταπατούν παντιέρας ξένων αυλών». Χαρακτηριστικό είναι ότι  το γαλλικό προξενείο της Κύπρου τον Οκτώβριο του 1822, ανέφερε ότι 12 Κασιώτικα καταδρομικά διέκοψαν σε τέτοια έκταση τη θαλάσσια επικοινωνία του νησιού, ώστε Τούρκοι επίσημοι να ζητούν να επιβιβάζονται σε γαλλικά πολεμικά. Ήταν δε τόσο σκληροί οι Κασιώτες πειρατές, που μερικοί είχαν καταγγελθεί από του ίδιους τους πρόκριτους του νησιού. Η τόλμη των Κασιωτών έφτασε μέχρι την εκτέλεση αμφιβίων επιχειρήσεων σε συνεργασία με άλλους ναυτικούς από την Κάρπαθο, την Ύδρα και Ψαρά. Έτσι πραγματοποιούσαν επιδρομές σε πολλούς παραθαλάσσιους οικισμούς των Δωδεκανήσων, της Ιωνίας και μέχρι τις ακτές της Συρίας. Από τις επιδρομές αυτές υπέφεραν πολλά οι Ελληνικοί πληθυσμοί, ιδίως των Δωδεκανήσων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να επαναστατήσουν διότι ήσαν κοντά σε μεγάλους τουρκικούς πληθυσμούς. Οι άτυχοι αυτοί νησιώτες, υποχρεώθηκαν εκτός της βαριάς τουρκικής φορολογίας να μισθοδοτούν και τα τουρκικά αποσπάσματα που οργανώθηκαν για την αντιμετώπιση των Κασιωτών. Η δυσχέρεια που αντιμετώπιζαν οι διώκτες των πειρατών, ήταν να τους πιάσουν επ΄ αυτοφώρω. Για το λόγο αυτό, προτιμούσαν να πιέζουν τους προκρίτους των νησιών από τους οποίους ζητούσαν αποζημιώσεις. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την κατάληψη της Κάσου από τον Αιγυπτιακό στόλο στις 25 Μαΐου 1824, ένα περίπου μήνα πριν από την καταστροφή των Ψαρών (20 Ιουνίου 1824) όπου καταστράφηκαν ή συνελήφθησαν όλα τα Κασιώτικα πλοία. Ήταν δε τόσο μεγάλος ο φόβος για τις πειρατικές ικανότητες των Κασιωτών ώστε μετά την καταστροφή της Κάσου, ο τότε διοικητής της Γαλλικής Μοίρας Πλοίαρχος Ντρουά, έστειλε επειγόντως τη φρεγάτα «La Cybele» για να ερευνήσει τη Γραμβούσα, μήπως έχουν καταφύγει εκεί Κασιώτικα πλοία και δημιουργήσουν μια καινούργια πειρατική βάση, όπως και στη πραγματικότητα έγινε.

Ψαριανοί πειρατές

Οι Ψαριανοί ναυτικοί είχαν αποκτήσει μεγάλη πείρα σε πειρατικές ενέργειες από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770. Την οποία πειρατεία συνέχισαν να εξασκούν συστηματικά με την έκρηξη της Επαναστάσεως. Στις πηγές αναφέρεται ότι τον Ιούνιο του 1823, αυστριακό μπρίκι συνέλαβε στη Λέρο το μύστικο του Ανδρέα Σταματάρα μαζί με ένα άλλο ψαριανό μύστικο και μια κασιώτικη γολέτα και τα οδήγησε στη Σμύρνη. Εκεί τα πούλησε στις τουρκικές αρχές αντί 25.000 δίστηλων ταλλήρων για την κάλυψη των ζημιών της αυστριακής ναυτιλίας. Οι Τούρκοι οδήγησαν τους Έλληνες πειρατές, οδικός μέχρι τα Μουδανιά της Προποντίδας και εκεί τους επιβίβασαν σε πλοίο, με σκοπό να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διαδρομή όμως λόγω των εναντίων ανέμων πουφυσούσαν εν όψει του Αγίου Στεφάνου, οι κρατούμενοι Έλληνες κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τα δεσμά τους και να γίνουν κύριοι του σκάφους. Αμέσως φόρεσαν τα ρούχα του τουρκικού πληρώματος, κατόρθωσαν να εξαπατήσουν τις αρχές των Μπογαζίων (Στενών) και μετά από πολλές περιπέτειες να καταπλεύσουν σώοι στα Ψαρά.  


Μετά το ολοκαύτωμα της 10ης Ιουλίου 1824, οι διασωθέντες Ψαριανοί, φιλοξενήθηκαν για μερικούς μήνες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια ενισχυθέντες από τον πάμπλουτο στη Ρωσία συμπατριώτη τους Βαρβάκη, άρχισαν να ναυπηγούν μικρά πλοία. Επειδή δεν μπορούσαν να προσληφθούν σαν πληρώματα στα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, λόγω ανεργίας και μη δυνάμενοι να υπηρετήσουν σε άλλες θέσεις, διότι η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε τους απαραίτητους πόρους, επιδόθηκαν στη πειρατεία, λεηλατώντας ανεξέλεγκτα τις προσβάσεις του Θερμαϊκού και του Παγασητικού. Με τη πρόοδο του χρόνου ναυπήγησαν και μπρίκια. Με τα πλοία αυτά έκαναν επιδρομές στα παράλια της Συρίας και της Αιγύπτου, αποκομίζοντας μεγάλες λείες. Το κακό επιτεινόταν κατά τη χειμερινή περίοδο οπότε η τουρκική αρμάδα επανέπλεε στην Ελλήσποντο, οι δε ελληνικές μοίρες παροπλίζονταν στην Ύδρα και στις Σπέτσες. 30 Ψαριανά πλοία είχαν εγκαταστήσει την πειρατική βάση τους στη Τήνο και 15 άλλα δρούσαν μεμονωμένα. Πιεζόμενοι και διωκόμενοι για πειρατεία από τα ξένα πολεμικά, πέτυχαν περί το Μάιο του 1826, να αποκτήσουν από την ελληνική διοίκηση άδειες καταδρομής

Οι άδειες αυτές συνοδευόντουσαν από συγκεκριμένες διαταγές, που διέγραφαν καθαρά τον χώρο και τον τρόπο της δράσης τους, ώστε να τηρούνται οι κανόνες που ρύθμιζαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και να μην παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο. Όμως οι Ψαριανοί ναυτικοί εγκατέλειψαν την αποστολή και τα καθήκοντα τους (που περιορίζονταν αυστηρά στην καταδίωξη των τουρκικών εμπορικών πλοίων ή πλοίων φερόντων μεν ξένη σημαία, αλλά μεταφερόντων τρόφιμα και πολεμοφόδια προοριζόμενα για τον εφοδιασμό των πολιορκουμένων υπό των Ελλήνων φρουρίων της Ευρίπου και Καρύστου) και στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε πράξεις πειρατείας. Κανένα εμπορικό πλοίο, μικρό ή μεγάλο, ελληνικό ή ξένο, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα μάτια των πειρατών, που είχαν εγκαταστήσει το ορμητήριο τους στους όρμους των νησιών των Βορείων Σποράδων. Έτσι, κάθε πλοίο που θα τολμούσε να πλεύσει στα πελάγη που προσδιορίζονται από το στόμιο του Παγασητικού, το Αρτεμίσιο ακρωτήριο και τη θαλάσσια περιοχή της Σκύρου ως τη Χαλκιδική και την Κασσάνδρα προς βορρά και προς νότο, τη νότια έξοδο του Ευβοϊκού κόλπου, αποτελούσε τη βέβαιη λεία πειρατών. Πολλές ήταν οι χωρίς αποτέλεσμα διαμαρτυρίες, ζημιωμένων εμπόρων και πλοιοκτητών προς την κυβέρνηση, για την καταπολέμηση της πειρατείας. Πολλοί δε Ψαριανοί πειρατές είχαν καταφύγει στην Άνδρο, μεταξύ των οποίων οι Σταμ. Μαρίνης, Νικ. Μπαρμπέρης, Μώρος και Βόγιος. Αρκετοί επίσης Ψαριανοί συνεργάζονταν με τους πειρατές της Γραμβούσας. 

Ακόμα, οι συχνότερες επιδρομές τους, αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παράλιων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαινόντων αιχμαλώτων, που θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφτανε τα 3.000 – 5.000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια. Ο κόλπος του Τσανταρλή και του Αδραμυτίου, η περιοχή της Φώκαιας και της Αίνου, η Μυτιλήνη, η Τένεδος, η Ίμβρος και τα Μοσχονήσια υπήρξαν τα παράλια που δεινοπάθησαν περισσότερο από τους Ψαριανούς.  Στις επιχειρήσεις των Ψαριανών υπέφερε και η ουδέτερη ναυτιλία και ιδιαίτερα η αυστριακή που μονοπωλούσε τότε το εμπόριο στα παράλια της Ιωνίας. Σε αυτές τις επιχειρήσεις διακρίθηκαν πειρατές όπως οι Στ. Κουνιάδης, Γεώργιος Μικές και Δημ. Καλημέρης και πολλοί άλλοι. Ο τελευταίος μάλιστα συνελήφθη από αυστριακό μπρίκι, μεταφέρθηκε στην Αυστρία και καταδικάστηκε για πειρατεία σε κάθειρξη 13 ετών. Το Μάιο του 1826, πέντε  ψαριανά πειρατικά συνέλαβαν βρετανικό εμπορικό και λαφυραγώγησαν τα μεταφερόμενα στην Πόλη πολύτιμα αργυρά σκεύη του εκεί Βρετανού πρέσβη Κάνιγκ, αδελφού του Βρετανού πρωθυπουργού. Το τόλμημα αυτό φόβισε και τους ίδιους τους πειρατές, οι οποίοι μετέφεραν τα λάφυρα αυτά στην Αίγινα και τα έθαψαν, όμως μετά από γενική κατακραυγή αναγκάσθηκαν να τα επιστρέψουν. 

Τα νησιά ήταν γεμάτα με κάθε είδος εμπορεύματα, η δε Σύρος έγινε το κέντρο και η επίσημη αγορά των πειρατών, όπου πουλιόνταν ακόμα και δούλοι. Όταν όμως οι πειρατείες των Ψαριανών έφτασαν στον απροχώρητο, ο Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, απηύθυνε στις 3 Μαΐου 1826, απειλητική διακοίνωση προς την επιτροπή των Ψαριανών στην Αίγινα, στην οποία ζητούσε την απαγόρευση των καταδρομών και την πώληση λειών και απειλούσε ομαδικά και την επιτροπή και την πόλη της Αίγινας. Κλήθηκε τότε στην Αίγινα ο Γάλλος μοίραρχος Δε Ριγνύ για να πατάξει τους πειρατές στην ίδια τη φωλιά τους. Ο Κανάρης, ο οποίος βρισκόταν στο νησί και προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, προσεβλήθη από τον όχλο των πειρατών, αλλά η έγκαιρη εμφάνιση των γαλλικών φρεγατών «La Sirene» και «Galathee», οι οποίες αποβίβασαν αγήματα, τους διασκόρπισε. Ταυτόχρονα από τις γαλλικές φρεγάτες κάηκαν 14 πειρατικά πλοιάρια καθώς και όσα βρέθηκαν στα ναυπηγεία. Η ελληνική διοίκηση επιδοκίμασε την ενέργεια αυτή. Αμέσως μετά αποβιβάστηκε στη Αίγινα με εντολή της διοίκησης ο λόχος του φιλέλληνα Φαβιέρου και με τη συνδρομή των Ψαριανών προκρίτων, έκαψε τα υπόλοιπα πλοία και έδιωξε τους πειρατές.

Ολύμπιοι οπλαρχηγοί και πειρατεία

Το 1821, μετά την έναρξη της επαναστάσεως διάφοροι οπλαρχηγοί καταγόμενοι από Θεσσαλία, Μαγνησία, Κασσάνδρα, Δυτ. Μακεδονία και Όλυμπο, συγκεντρώθηκαν αρχικά στην περιοχή του Ολύμπου. Στη συνέχεια κήρυξαν την επανάσταση στην Κασσάνδρα, την οποία επεκτείνανε στη Δυτική Μακεδονία και τον Όλυμπο. Δυστυχώς όμως η επανάσταση βόρεια του Ολύμπου, δεν μπόρεσε να εδραιωθεί και τερματίστηκε το Μάιο του 1822. Έτσι οι οπλαρχηγοί αυτοί με τις ένοπλες ομάδες τους και τις οικογένειες τους αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν στις Βόρειες Σποράδες, όπου εγκαταστάθηκαν και από εκεί άρχισαν διάφορες επιδρομές. Σε αυτούς τους οπλαρχηγούς περιλαμβάνονταν οι Γέρος Καρατάσος, Γάτσος, ο καπετάν Διαμαντής, ο Δουμπιώτης, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Λάζος, ο Αποστολάρας, οι Ζορμπαίοι κ.α. 

Είναι φυσικό μια τέτοια συγκέντρωση αγωνιστών σε νησιά μικρά και σχετικά άγονα όπως οι Σποράδες, να δημιουργούσαν προστριβές με τον ντόπιο πληθυσμό που υποχρεώθηκε σε εισφορές, φορολογίες και αρπαγές. Οι Σκιαθίτες κράτησαν τους Ολύμπιους έξω από το κάστρο της πόλης τους και οι Σκοπελίτες βρίσκονταν με αυτούς σε μεγάλη εχθρότητα. Ήταν δε τέτοια, που οι Ολύμπιοι αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν στους Ωρεούς, φοβούμενοι για την ασφάλεια των οικογενειών τους (Σεπτέμβριος 1823). Ακόμη χειρότερα, όταν ο Καπουδάν Πασάς Χοσρέφ Τοπάλ, ζήτησε την υποταγή των νησιών αυτών, οι πρόκριτοι όχι μόνο δέχτηκαν αλλά κάλεσαν τον Τούρκο ναύαρχο να έλθει και να διώξει του Ολύμπιους. Πράγματι ο ναύαρχος επιχείρησε απόβαση στη Σκιάθο, η οποία όμως αποκρούσθηκε από 800 Ολύμπιους, με βαριές απώλειες για τους Τούρκους. Το αρχείο της Ύδρας είναι γεμάτο από επιστολές προκρίτων των Σποράδων οι οποίοι διαμαρτύρονται για τα βάσανα τους από την συμπεριφορά των Ολύμπιων εποίκων και ζητούν την επέμβαση της κεντρικής διοίκησης. Άξια μνημόνευσης είναι και η επιδρομή εναντίον της Βυρητού.

 Ο εμίρης της Συρίας Μπεσίρης είχε ζητήσει στρατιωτική υποστήριξη από τους Έλληνες για να πολεμήσει τους Τούρκους. Η αίτηση είχε ευνοϊκή αποδοχή από τους Ολύμπιους. Έτσι δημιουργήθηκε εκστρατευτικό σώμα το οποίο σύντομα έφτασε στην Άνδρο. Η συμπεριφορά όμως των Ολύμπιων ήταν τέτοια απέναντι στους κατοίκους της Άνδρου, που η ανάμνηση της έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας με τη φράση «τον καιρό τον λιάπηδων». Τελικά το σώμα έφτασε στη Βυρητό στις 17 Μαρτίου 1826. Όμως οι άντρες που αποβιβάστηκαν ξεκίνησαν πλιάστικο με αποτέλεσμα τούρκικη δύναμη να τους αποκρούσει εύκολα. Αναγκάστηκαν έτσι να στρατοπεδεύσουν έξω από τη πόλη, ενώ σε λίγο τα πλοία εξαιτίας του καιρού, αναγκάσθηκαν να αποπλεύσουν. Αυτό φόβισε τους αποβιβασθέντες που βρέθηκαν μόνοι σε ξένο περιβάλλον και μετά από μερικές μέρες και αψιμαχίες επιβιβάστηκαν ξανά στα πλοία και επέστρεψαν. Όταν γύρισαν οι Ολύμπιοι εγκαταστάθηκαν όχι μόνο στη Σκιάθο και τη Σκόπελο αλλά και στη Σκύρο, όπου συνέχισαν τις ληστείες εναντίον του πληθυσμού. 

Για να πείσει η Διοίκηση τους Ολύμπιους να εγκαταλείψουν τις βάσεις τους και να αποβιβασθούν στις Θερμοπύλες, προκειμένου να προσβάλλουν τον εκεί τουρκικό στρατό, έστειλε το Σεπτέμβριο του 1827, τον υπουργό πολέμου Κωλέτη. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι οπλαρχηγοί πείστηκαν, ωστόσο αντί ο στολίσκος τους να κατευθυνθεί στην Αταλάντη, έφτασε στη Θάσο όπου λεηλάτησαν τα πάντα. Οι Ολύμπιοι, συνέχισαν τις πειρατικές τους επιδρομές κατά των μακεδονικών και θρακικών παραλίων και των νησιών του Αιγαίου χωρίς να εξαιρούν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Κατά τις επιδρομές τους αυτές, επέβαιναν είτε ιδιόκτητων πλοιαρίων είτε πλοιαρίων που επίτασσαν από τους ναυτικούς των Σποράδων.


Άλλοι πειρατές – χρηματικές απώλειες 
Με τη πειρατεία ασχολήθηκαν ακόμα οι Μανιάτες, οι Σφακιανοί και πολλοί άλλοι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης την εποχή εκείνη. Η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει την τάξη και περιοριζόταν να εκδίδει εγκυκλίους. Κατά το 1826, οι  πειρατές είχαν εγκαταστήσει βάσεις στο στενό Άνδρου – Τήνου, στις Βόρειες Σποράδες, στην Αντίπαρο, στη Μύκονο και τη Γραμβούσα, ενώ είχαν κατορθώσει να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα ο εντοπισμός τους από τα μεγάλα και δυσκίνητα σκάφη των ξένων δυνάμεων αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολος. Ο  Δε Ριγνύ ανέφερε τον Απρίλιο του 1826, ότι «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμία άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι». Και πρόσθετε «ένας Υδραίος ληστεύει Ποριώτη, ποτέ όμως συμπατριώτη του και δεν παραλείπει να ανάψει καντήλι στην εικόνα της Παναγίας για την επιτυχία της επόμενης ληστείας του». Κατά την εκτίμηση του Δε Ριγνύ, η έκταση των ζημιών από την πειρατεία στην ουδέτερη ναυτιλία κατά την περίοδο 1821 – 1826, έφτανε για την Αυστρία στα 4 εκ. φράγκα, για τη Βρετανία τα 900 χιλιάδες φράγκα και για τη Γαλλία τα 300 χιλιάδες φράγκα. Οι χαμηλές ζημιές της γαλλικής ναυτιλίας οφείλονται κατά τον Δε Ριγνύ, στην παρουσία της γαλλικής ναυτικής μοίρας με έδρα τη Σμύρνη.