Β' Εμφύλιος Πόλεμος


Οι Μαύρες Σελίδες του Αγώνα - Β' Εμφύλιος Πόλεμος

Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη, ή, ακόμη καλύτερα, τις προσόδους της Πελοποννήσου. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.
Ο Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο και τον Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, εκείνοι, όμως, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννήσιους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών, αλλά και τα δικά τους. Από την άλλη, έχουμε τον Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του:
«Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν διά να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος».
Ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυο πλευρές έχουν συναίσθηση του βάρους της ξένης ανάμειξης. Ο μεν Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο ότι πρέπει να προσέχει, διότι «το δάνειο έρχεται και, αν δεν έρχεται, θα έρθει», ενώ ο Κουντουριώτης συνιστά στην κυβέρνηση «να προφθάση κατά τάχος αυτό το δάνειον και δυνάμει τούτου ανατρέπει και ματαιοί όλα τα σχέδια και στοχασμούς των αντιπατριωτών και των κατά το σχήμα πατριωτών».
Οι πρώην αντίπαλοι - Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί - γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και καθόλου τυχαία αποτελεί άρνηση των κατοίκων της Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί - επίσης καθόλου τυχαία - 500 Ρουμελιώτες, αλλά με επικεφαλής έναν χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, τον Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών.
Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση, παρόλο που έδειξε να υπερτερεί από την αρχή, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλα μέσα: Δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, πράγμα που γίνεται. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγετικοί τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
Σχεδόν αμέσως μετά το τέλος της Α’ φάσης του Εμφυλίου, η νικήτρια φατρία του Γ. Κουντουριώτη και του Μαυροκορδάτου άρχισε να ταλανίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις. Ο τρόπος διαχείρισης του δανείου αποτέλεσε μια ακόμα αιτία αντιπαράθεσης. Οι νησιώτες που είχαν ισχυροποιηθεί προσεταιρίστηκαν τους Στερεοελλαδίτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους πρόκριτους.
Πολλοί παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και το αντίστροφο. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους Ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους Πελοποννήσιους προκρίτους. Οι Πελοποννήσιοι πρόκριτοι δυσαρεστήθηκαν και αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Επίσης συμμάχησαν με τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η Κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη προχώρησε σε μια ιδιαίτερα προκλητική ενέργεια. Αποφάσισε να στείλει στρατεύματα στην Πελοπόννησο και να τρέφονται σε βάρος των φτωχών κατοίκων της.

Στην δεύτερη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Ύδρα και συγκεκριμένα η οικογένεια Κουντουριώτη, όργανο της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία είχε επιλέξει τους Υδραίους καραβοκύρηδες ως τους καταλληλότερους για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτή με συστηματικές κινήσεις είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλη την εξουσία με το μέρος της. Με την συνεργασία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ως εγγυητή του αγγλικού δανείου, και των Ρουμελιωτών, η υπεροχή έναντι των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και του Κολοκοτρώνη ήταν αδιαμφισβήτητη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι ανεξαιρέτως οι Μωραΐτες και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη.
Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων.

Σε όλον αυτό τον καταιγισμό των εξελίξεων προστίθεται και ένα νέο πρόσωπο, του οποίου ο ρόλος θα είναι καθοριστικός για την πορεία του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννης Κωλέττης, γιατρός με καταγωγή από το Συράκο Ιωαννίνων, θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Υδραίων και Ρουμελιωτών. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να φέρει σε επαφή τον Γκούρα, μετέπειτα φρούραρχο των Αθηνών, και τον Καραϊσκάκη με τους Υδραίους καθιστώντας τους σημαντικούς συμμάχους του.
Το έναυσμα για τη Β’ φάση του Εμφυλίου έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1824 στην Αρκαδία για να επιβάλουν με τη βία τη θέληση της κυβέρνησης. Οι 500 «κυβερνητικοί» στρατιώτες υπό την ηγεσία του Παπαφλέσσα που έφθασαν στην περιοχή ηττήθηκαν από τους αντικυβερνητικούς του Γενναίου Κολοκοτρώνη και του Κανέλλου Δεληγιάννη και εκδιώχθηκαν.
Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Γ. Κουντουριώτης με τη συνεργασία του Κωλέττη έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα που είχαν στήσει οι κυβερνητικές δυνάμεις έξω από την Τρίπολη σκοτώνεται ο γιος του Θ. Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Θ. Κολοκοτρώνης συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, αδιαφορώντας για την έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι ανεξαιρέτως οι Μωραΐτες και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη.

Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων. Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν και τα χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση Κουντουριώτη ενισχύθηκε με ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο χρησιμοποίησε για δικούς της συμφεροντολογικούς σκοπούς μοιράζοντας το επιλεκτικά, μόνο σε φίλα προσκείμενους σε αυτή.
Επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια βουλευτικών εκλογών και η σύγκληση του νέου βουλευτικού την 1η Οκτωβρίου. Κατά κύριο λόγο η βουλή απαρτιζόταν από νησιώτες, συμμάχους των Κουντουριωταίων και γενικώς των Υδραίων. Αυτή εξέλεξε πρόεδρο της κυβέρνησης τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη αυτής τους Π. Μπότσαρη, Αν. Σπηλιωτάκη, Ιωάννη Κωλέττη και Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος όμως παραιτήθηκε λίγο αργότερα.
Η απάντηση των Μωραϊτών είναι άμεση. Συνασπίζονται όλοι σε μια ενιαία παράταξη ξεχνώντας για την ώρα τα μίση που τους χώριζαν, αρνούνται να πληρώσουν φόρους και δίνουν εντολή στον Ασημάκη Φωτήλα να παραιτηθεί από μέλος της κυβέρνησης. Η σύγκρουση πια μεταξύ κυβέρνησης Κουντουριώτη και Μωραϊτών είναι γεγονός.
Τον Ιούλιο του 1824 ο Γ. Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου είχε αποκτήσει σημαντική υπεροχή έναντι των αντιπάλων του και μπορούσε να εξαγοράζει μικροκαπεταναίους και να πληρώνει τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των αντικυβερνητικών Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την απόφαση των κυβερνητικών για εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
Με αρχηγούς τους Γκούρα, Καραϊσκάκη κ.α. , τα κυβερνητικά στρατεύματα προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας και της Κορινθίας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η τύχη της ελληνικής επανάστασης κρεμόταν από μια κλωστή.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε από ποιους αποτελούνταν οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ορισμένοι επιφανείς άνδρες που ήταν ενταγμένοι στην Κυβερνητική παράταξη ήταν ο (αγγλόφιλος) Γ. Κουντουριώτης, ο (αγγλόφιλος πολιτικός) Α. Μαυροκορδάτος, ο Ι. Κωλέττης, ο Παπαφλέσσας, ο Ιωάννης Γκούρας, ο Καραϊσκάκης, ο Α. Ισκος, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μακρυγιάννης, ο Δράκος, ο Βαλτινός, ο Τσάμης Καρατάσος και διάφοροι άλλοι Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και Υδραίοι.
Ορισμένα επιφανή πρόσωπα που συμμετείχαν στην Αντικυβερνητική παράταξη ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι, ο Νικηταράς, ο Ανδρέας Ζαϊμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης κ.α.
Στις 23 Οκτωβρίου σώμα 500 στρατιωτών με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα ξεκινάει για να επιβάλλει την τάξη στην Αρκαδία, η οποία είχε επαναστατήσει εναντίον της κυβέρνησης. Ο στρατός του Παπαφλέσσα εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. και τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ένα απρόσμενο γεγονός έδωσε σημαντικό πλεονέκτημα νίκης στους Υδραίους. Ο θάνατος του Πάνου Κολοκοτρώνη βύθισε στη λύπη τον Θεόδωρο προκαλώντας του παράλληλα αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α.
Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη με έκπληξη παρατήρησαν οι Μοραΐτες ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες του. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν.
Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα. Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α.
Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές.
Φρικτά εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών συνέβησαν ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλήται το φουστάνι της Ζαΐμενας». Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της.
Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και τα παλληκάρια του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.
Οι τελευταίες συγκρούσεις κυβερνητικών και αντικυβερνητικών έγιναν το Δεκέμβριο του 1824. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε της συλλήψεως ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο και αφού οδηγήθηκε στη Γαστούνη, από εκεί και πέρα προχώρησε πεζός, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιας κατηγορίας.
Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία παραδίνεται στις αρχές και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, ρίχτηκε από την Ακρόπολη στις 26 Ιουνίου 1825. Στον λαό διαδόθηκε ότι πήγε να δραπετεύσει και τσακίστηκε. Υπεύθυνος για τον θάνατο του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του ο Γκούρας.
Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που υποστήριζαν την κυβέρνηση Κουντουριώτη και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να εισβάλουν στην εξεγερμένη Πελοπόννησο και να χτυπήσουν τις αντικυβερνητικές δυνάμεις. Ο (αντικυβερνητικός) Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο του 1824 στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α.
Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη, οι Πελοποννήσιοι αντικυβερνητικοί παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν εναντίον των κυβερνητικών.
Αιτία ήταν τα μεγάλα χρηματικά ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι την ώρα της μάχης. Έτσι οι Πελοποννήσιοι απογοητευμένοι αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου 1824, οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα αντικυβερνητικά στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν.
Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του (κυβερνητικού) Ιωάννη Γκούρα.Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία των Ρουμελιωτών στην Αιγιαλεία όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους και έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων.
Ο Ζαΐμης και ο Λόντος κατέφυγαν στην Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα συνέβησαν όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών, των δολοφονιών και των εμπρησμών, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της.
Αφού λεηλατήθηκε και αυτή, ο (αντικυβερνητικός) Γκούρας και τα παλληκάρια του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές.
Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στα χέρια του Σοφιανόπουλου. Ο Φωτάκος έγραψε για τα αυτά τα θλιβερά γεγονότα ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν είι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν επικρατήσει πλήρως. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Σισίνης, ο Χρύσανθος Σισίνης, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι αντικυβερνητικοί φυλακίζονται στην Ύδρα. Μόνο ο Ασημάκης Φωτήλας κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη επιδιώκει να εξοντώσει με οποιοδήποτε τρόπο τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Τον Απρίλιο του 1825 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία παραδίνεται στους κυβερνητικούς και φυλακίζεται στην Αθήνα. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, βρήκε τραγικό θάνατο από το πρώην πρωτοπαλίκαρό του, τον Ιωάννη Γκούρα. Τον Ιούνιο του 1825 ο Γκούρας τον δολοφόνησε στην Ακρόπολη.
Έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της η κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν ελεύθερη να προωθήσει τα συμφέροντά της καθώς και αυτά των Άγγλων, των οποίων ήταν όργανο. Όμως η κυβέρνηση αυτή δεν είχε την ικανότητα να σημειώσει επιτυχίες στο στρατιωτικό τομέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν μπόρεσε να σώσει από την καταστροφή την Κάσο και τα Ψαρά, ούτε να εμποδίσει την απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825) ούτε να σώσει το πολιορκημένο Μεσολόγγι (Απρίλιος 1826).
Έτσι, μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής αναγκάστηκε να αποφυλακίσει τον (αντικυβερνητικό) Θ. Κολοκοτρώνη το Μάιο του 1825 για να πάρει εκείνος την ομάδα στις πλάτες του και να νικήσει τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα.