Επιμέλεια: Παναγιώτης Μ. Κουτσκουδής
Απεικόνιση της πυρπόλησης της τουρκικής φρεγάτας (έργο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη)
Οι παραμονές της Επανάστασης
Όταν το 1814 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, ανάμεσα στις χιλιάδες που κοινώνησαν των μηνυμάτων της εθνεγερσίας ήταν και ο Μυτιληνιός Παλαιολόγος Λεμονής, ο οποίος μυήθηκε από τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Πήρε μέρος στην επανάσταση που κήρυξε στη Μολδοβλαχία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και έπεισε τον αρχηγό του να ζητήσει τη βοήθεια των προκρίτων της Ύδρας για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Έρχεται στη Μυτιλήνη μαζί με τον αδερφό του Γεώργιο Λεμονή και αρχίζει το έργο της μύησης. Από τους πρώτους που μύησαν στον αγώνα ήταν ο αδερφός τους Γιαννάκος Λεμονής, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος, οι δημογέροντες Γεωργάκης Γρημάνης και Δημήτριος Αθανασίου, καθώς και άλλοι προύχοντες του τόπου.
Όταν όμως ξέσπασε η Επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι φιλικοί της Λέσβου δίστασαν να αναλάβουν την ευθύνη της εξέγερσης του νησιού για τους εξής λόγους:
Η Λέσβος από τις αρχές του 18ου αιώνα ήταν η μεγαλύτερη ναυτική βάση των Τούρκων στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η στρατηγική της σημασία ως ναυτικής βάσης αναβαθμίστηκε. Η συνεχής, λοιπόν, παρουσία του τουρκικού στόλου στο νησί ήταν ένας παράγοντας που δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες για οποιαδήποτε απόπειρα εξέγερσης.
Το δεύτερο σοβαρό εμπόδιο ήταν η πλεονεκτική θέση των τουρκικών φρουρών σε σχέση με τις ντόπιες επαναστατικές δυνάμεις. Τα τρία κάστρα του νησιού, Μυτιλήνης, Μολύβου και Σιγρίου, έκαναν τη Λέσβο απόρθητη. Ακόμη, οι Τούρκοι χωρίς καθυστερήσεις είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν δυνάμεις ατάκτων τουρκικών στρατευμάτων (βαζιβουζούκων) από τη Μικρά Ασία ενισχύοντας έτσι τις φρουρές του νησιού, που αριθμούσαν τουλάχιστον 12.000 άνδρες πάνω στο νησί, ενώ οι Λέσβιοι δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσουν ανάλογες σε αριθμό στρατιωτικές δυνάμεις και κυρίως εμπειροπόλεμες.
Τα γεγονότα του 1821
Ένα μήνα μετά την έκρηξη της Επανάστασης οι Τούρκοι προέβησαν σε προληπτικές ενέργειες, για να αποθαρρύνουν κάθε επαναστατική διάθεση στο νησί. Αφόπλισαν τους κατοίκους, επέβαλαν τρομοκρατία, οργάνωσαν την άμυνά τους και προχώρησαν σε συλλήψεις και διαρπαγές σε βάρος των Ελλήνων, σε πολλά χωριά και κυρίως στη Μυτιλήνη.
Στα μέσα περίπου του Μαΐου του 1821 είχε καταπλεύσει στην περιοχή της Λέσβου και των Ψαρρών ο ελληνικός στόλος με αντικειμενικό σκοπό την εποπτεία του δυτικού τμήματος του νησιού και την επιτήρηση των στενών των Δαρδανελίων απ’ όπου θα κατέβαινε ο τουρκικός στόλος. Ναύαρχος της ελληνικής ναυτικής μοίρας ήταν ο Ιάκωβος Τομπάζης. Την ίδια εποχή πλέει προς τη Λέσβο ως εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στόλου ένα δίκροτο, που αγκυροβολεί ανοιχτά της Ερεσού.
Τα χαράματα της 27ης Μαΐου 1821 δυο πυρπολικά, οδηγούμενα από τους Καλαφάτη και Παπανικολή, ξεκίνησαν για το παράτολμο εγχείρημα. Η προσπάθεια του Καλαφάτη αποτυγχάνει. Ο Παπανικολής όμως κατορθώνει να προσκολλήσει το πυρπολικό του στην πλώρη του πλοίου. Οι φλόγες γρήγορα μεταδόθηκαν σ’ όλο το καράβι. Έντρομοι οι Τούρκοι με υστερικές κραυγές προσπαθούν να σωθούν. Ο πλοίαρχος Μπεκτάς – Αρναούτ, στην προσπάθειά του να σωθεί πρώτος αδιαφορώντας για το πλήρωμά του, δέχεται θανάσιμο πλήγμα από μαινόμενο Τούρκο. Τριάντα πέντε λεπτά της ώρας διήρκεσε ο επιθανάτιος ρόγχος του θαλάσσιου γίγαντα. Η φωτιά μεταδόθηκε στην πυριτιδαποθήκη και η έκρηξη που ακολούθησε μετέτρεψε σε συντρίμμια το θρυλικό «Φερμάν Ντεϊνεμέζ» (Κινούμενο Όρος). Οι κάτοικοι της Ερεσού βοήθησαν τους πυρπολητές να εξοντώσουν το πλήρωμα του τουρκικού δικρότου, με αποτέλεσμα, εκτός απ’ την απώλεια του μεγάλου πολεμικού τους πλοίου, οι Τούρκοι να χάσουν πάνω από 1000 άνδρες.
Ο θρυλικός Ψαριανός μπουρλοτιέρης του Αγώνα Δημήτριος Παπανικολής
Το απόγευμα της ίδιας μέρας (27-5-1821) εξεγέρθηκαν οι κάτοικοι της Μυτιλήνης, γεγονός καταγραμμένο στο φύλλο 73β του Β Κώδικα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Την επαναστατική αυτή κίνηση πυροδότησε η εμφάνιση του ελληνικού στόλου στα λεσβιακά νερά και η παράλληλη απουσία απ’ την πόλη του τουρκικού στρατού που είχε κινηθεί προς την Ερεσό για να αποτρέψει την πυρπόληση του αποκλεισμένου «Φερμάν Ντεϊνεμέζ». Η εξέγερση όμως δεν ήταν καλά οργανωμένη και καταπνίγηκε από τη φρουρά που είχε αφήσει στην πόλη ο Ρεσίτ πασάς. Οι προθέσεις των φιλικών είχαν προδοθεί στους Τούρκους, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, από τον αντιδραστικό δημογέροντα της Μυτιλήνης Χατζηγιωργάκη Μάνδρα. Έγινε ομαδική σφαγή των κατοίκων της Μυτιλήνης, γνωστή με το όνομα «μεγάλο τζουλούσι». Σύμφωνα με τον Κώδικα της Μητρόπολης Μυτιλήνης σκοτώθηκαν 45 Έλληνες, αλλά σύμφωνα με τον καθηγητή Ι. Μουτζούρη 500. Ανάμεσα σ’ αυτούς που απαγχονίστηκαν εκείνη τη μέρα ήταν και οι φυλακισμένοι από τις αρχές Μαΐου φιλικοί Γιαννάκης Λεμονής, Ιωάννης Χατζηγρηγορίου και άλλοι. Όσοι γλίτωσαν την κρεμάλα, όπως ο Γιωργάκης Γρημάνης, μεταφέρθηκαν σιδεροδέσμιοι στην Πόλη και ύστερα από πολλές περιπέτειες απαλλάχτηκαν. Με την προσωπική παρέμβαση του ισχυρού Τούρκου προύχοντα Μουσταφά αγά Κουλαξίζη αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Παράλληλα, όταν ο Ρεσίτ πασάς με τον τουρκικό στρατό έφτασε στην Ερεσό και πληροφορήθηκε τις εξελίξεις, έσφαξε όλους τους Έλληνες που μαζεύτηκαν έξω από ένα μοναστήρι (του Πιθαρίου ή του Υψηλού) εκδικούμενος την συμμετοχή κατοίκων και καλόγερων στην εξόντωση του τουρκικού πληρώματος.
Ύστερα από τα σκληρά αυτά αντίποινα και τις διώξεις, κάποιοι έφυγαν και πέρασαν στα απελευθερωμένα νησιά. Πολλοί κατευθύνθηκαν στην Τήνο. Οι άλλοι εξοπλίστηκαν και ανέβηκαν στα βουνά. Ο Όλυμπος και ο Λεπέτυμνος γέμισαν από ένοπλους Λέσβιους που ζούσαν με την απαντοχή του λυτρωμού τους.
Τα γεγονότα του 1822
Η εξέγερση και απελευθέρωση της Χίου το 1822 αναζωπύρωσε τον πόθο των Λέσβιων για λευτεριά. Έτσι, κι ενώ ο Καπουδάν πασάς Καρά Αλή μέσα σε λίγες μόνο μέρες μετά την εξέγερση της Χίου κατέστρεψε το νησί, η ελληνική κυβέρνηση συστήνει στους εφόρους Χίου, Σάμου, Ψαρρών και άλλων νησιών να συνδράμουν τον Παλαιολόγο Λεμονή για την απελευθέρωση της Λέσβου. Συναρχηγό του διορίζει τον αγωνιστή Μιχαήλ Παπάζογλου. Περνάνε πρώτα από την Τήνο. Λέσβιοι και Αϊβαλιώτες κατατάσσονται με ενθουσιασμό στο εκστρατευτικό σώμα. Η καταστροφή όμως της Χίου δημιουργεί απελπισία και έντονο προβληματισμό. Οι Ψαριανοί, αξιολογώντας με το ψυχρό βλέμμα της λογικής την κατάσταση, αποφασίζουν στην παρούσα φάση να μη συνδράμουν την προσπάθεια κι έτσι η εκστρατεία αναβάλλεται.
Επαναστατικές εξεγέρσεις έγιναν στο Πλωμάρι, με πρωτεργάτη τον Γιαννάκη Λαγουμτζή ή Καρτσέλλα, αλλά και στην Αγιάσο, που ήταν καθαρά ελληνικά χωριά. Εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα προς το τέλος Απριλίου του 1822. Πήραν αρκετά μεγάλες διαστάσεις, πράγμα που επέβαλε την αποστολή στρατευμάτων για την καταστολή τους, με επικεφαλής τον ίδιο τον Τούρκο διοικητή της Μυτιλήνης. Οι αντάρτες της Αγιάσου, μετά τη σύγκρουσή τους με τα τουρκικά στρατεύματα, βρέθηκαν σε δυσχερή θέση και αναγκάστηκαν να διαπραγματευθούν με τους Τούρκους την αναχώρησή τους απ’ το νησί, από το επίνειο Ντίπι του κόλπου Γέρας. Οι Τούρκοι προφασίστηκαν ότι δέχονται, με τον όρο η αποχώρηση των Αγιασωτών να γίνει από το μονοπάτι της Πατουμένης. Αθέτησαν όμως τη συμφωνία τους και τους έστησαν καρτέρι στη θέση Λιπ’δά, όπου τους κατέσφαξαν. Στο γεγονός της σφαγής τους οφείλεται και η ονομασία της τοποθεσίας Λιπ’δά, δηλαδή το μέρος όπου έπεσε λεπίδα.
Τα γεγονότα του 1823
Τα πολεμικά καράβια των Ψαριανών δεν έπαψαν ως την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους το 1824 να προσεγγίζουν τα λεσβιακά παράλια για να κάνουν αναγνώριση των κινήσεων του τουρκικού στόλου, να ανεφοδιάζουν τους μαχητές του νησιού και να προσβάλλουν τον εχθρό. Τον Ιανουάριο του 1823 μπαίνουν στον κόλπο του Αδραμυτίου και λεηλατούν τα παράλια. Επιστρέφοντας επιχειρούν δυο επιδρομές. Μια στο Πλωμάρι και μια στο Σίγρι. Μετά την αποχώρησή τους από το Σίγρι, ακολουθεί γενική σφαγή των Χριστιανών της περιοχής και του Μολύβου. Τα βουνά γέμισαν φυγάδες.
Οι Ψαριανοί για δεύτερη φορά εμφανίζονται στα νερά της Μυτιλήνης τον Ιούνιο του 1823 μετά από μια επιδρομή τους στο Τσανταρλή. Έφυγαν, αφού διαπραγματεύτηκαν με τους Τούρκους του νησιού την εξαγορά Τούρκων αιχμαλώτων αντί 45.000 γροσίων.
Οι διαμαρτυρίες των κατοίκων του νησιού για τις επιδρομές αυτές ανάγκασαν τον Κουλαξίζη να προτείνει στους Ψαριανούς ορισμένο φόρο για ν’ αφήσουν ήσυχο το νησί. Οι Ψαριανοί επιφυλάχτηκαν αρχικά να απαντήσουν. Όταν όμως έστειλαν το Σεπτέμβριο το Θεόδωρο Αλκαίο να διαπραγματευθεί, ο Κουλαξίζης αρνήθηκε τη συνδιαλλαγή, γιατί ο τουρκικός στόλος έκανε ήδη αισθητή την παρουσία του στα νερά της Λέσβου και ετοιμαζόταν επιδρομή των Τούρκων στα Ψαρά.
Οι Ψαριανοί, μετά την άρνηση του Κουλαξίζη, στις αρχές του Οκτωβρίου πραγματοποίησαν δυο επιδρομές. Μια στο Σίγρι και μια στην Καλλονή. Αποβίβασαν ενόπλους και κατέστρεψαν καθετί τουρκικό. Πολλοί εθελοντές έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό τους. Το βόρειο τμήμα του νησιού πέρασε στα χέρια τους. Όμως ο Κουλαξίζης συγκέντρωσε ισχυρό στρατό και βάδισε εναντίον τους. Σε δυο αλλεπάλληλες αναμετρήσεις οι Ψαριανοί ηττήθηκαν και έφυγαν με τα πλοία τους παίρνοντας μαζί τους αρκετούς προγραμμένους Λέσβιους.
Η απειλή των Ψαριανών εξέλιπε οριστικά τον Ιούνιο του 1824 όταν το μικρό νησί καταστράφηκε από τους Τούρκους. Έκτοτε, μια μόνο επιδρομή επιχείρησαν στη Λέσβο με τον πλοίαρχο Γεώργιο Χατζή Μικέ. Μαζί με τα Ψαρά έσβησαν και οι ελπίδες των Λέσβιων για απελευθέρωση. Οι κάτοικοι άρχισαν να επανέρχονται σταδιακά στη νομιμόφρονη ζωή του ραγιά, με τη βοήθεια των αμνηστιών που χορήγησε η Υψηλή Πύλη.
Η περίοδος 1824-1827
Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το τέλος της Επανάστασης διεξήχθησαν στα νερά της Λέσβου δυο σημαντικές ναυμαχίες ανάμεσα στον τουρκικό και τον ελληνικό στόλο.
Η μία τη νύχτα της 24ης προς την 25η Σεπτεμβρίου 1824. Μια μοίρα του ελληνικού στόλου αποτελούμενη από Υδραίικα και Σπετσιώτικα πλοία χτυπήθηκε στα στενά της Μυτιλήνης με τον τουρκικό στόλο. Η ναυμαχία ήταν φοβερή και διήρκεσε όλη τη νύχτα. Η δεξιοτεχνία και ο ηρωισμός των Ελλήνων ναυτικών για μια ακόμα φορά υπερίσχυσε.
Η δεύτερη διεξήχθη πάλι ανάμεσα στη Μυτιλήνη και στα Μικρασιατικά παράλια το Σεπτέμβριο του 1826. Του ελληνικού στόλου ηγείτο ο Μιαούλης. Ο στόλος των Τούρκων ήταν πολύ μεγαλύτερος. Τα ελληνικά πλοία έπαθαν μεγάλες ζημιές, αλλά η ικανότητα του ναυάρχου και των άλλων πλοιάρχων τα έσωσε από πραγματική πανωλεθρία.
Τέλος, το χειμώνα του 1827 ο Μιαούλης με το δίκροτο «Ελλάς» και άλλα πολεμικά καράβια κατεδίωξε τον τουρκικό στόλο που βρισκόταν στη Χίο μέχρι από το λιμάνι της Μυτιλήνης, το κάστρο της οποίας κανονιοβόλησε, χωρίς όμως να δώσει συνέχεια στην επιθετική αυτή ενέργεια.
Τα γεγονότα αυτά ήταν και τα τελευταία που συνέβησαν στην περιοχή της Λέσβου. Τα υπόλοιπα χρόνια το νησί θα ζήσει κάτω από την τουρκική κατοχή, μπαίνοντας όμως σε μια ανοδική τροχιά λόγω των φιλελεύθερων τουρκικών μεταρρυθμίσεων. Στις 3-11-1839 δημοσιεύεται το φερμάνι του Τανζιμάτ (Χατισερίφ ή Χατ-ι-χουμαγιούν του Γκιουλ Χανέ), με το οποίο ανακηρύσσεται η πολιτική ισότητα όλων των υπηκόων του οθωμανικού κράτους, ανεξαρτήτως τους θρησκεύματος τους. Με το ανορθωτικό φιρμάνι του 1856 (Ισλαχάτ Φερμανί) προστατεύεται η ελευθερία, η τιμή και η ιδιοκτησία των Οθωμανών υπηκόων.
Μετά τα σουλτανικά διατάγματα του 1839 και του 1856, η δημογραφία του λεσβιακού τόπου μεταβάλλεται υπέρ των Ελλήνων, στα χέρια των οποίων πέρασε βαθμηδόν το σύνολο της έγγειας ιδιοκτησίας και ο αποκλειστικός έλεγχος όλων των τομέων της οικονομίας.
Οι συνθήκες αυτές σηματοδοτούν και την πνευματική ανάταση του νησιού το οποίο βγαίνει από την πνευματική νάρκη και τελμάτωση που βρισκόταν από την εποχή της άλωσης. Τα σχολεία φύτρωναν το ένα μετά το άλλο δίνοντας τους πνευματικούς καρπούς τους στους διψασμένους για μόρφωση ραγιάδες. Την εικόνα της πνευματικής αναζωογόνησης συμπληρώνει στο τέλος του 19ου αιώνα και μια έντονη σωματειακή κίνηση και καλλιτεχνική δραστηριότητα.